Καισάρεια

Καισάρεια
Καισάρεια, ας, ἡ (Καισαρία a wrong accent; s. W-S. §5, 13c end) Caesarea.
Καισάρεια ἡ Φιλίππου C. Philippi, a city at the foot of Mt. Hermon, once known as Paneas, rebuilt by Philip the Tetrarch and made an important city; he named it Caesarea in honor of Tiberius Caesar (Jos., Ant. 18, 28, Bell. 2, 168) Mt 16:13. αἱ κῶμαι Κ. τῆς Φ. are villages near the city Mk 8:27.—Schürer II 169–71 (sources and lit.); Dalman, Orte3 (index).
Καισάρεια without further designation is Caesarea ‘by the sea’ (Philo, Leg. ad Gai. 305; Jos., Bell. 7, 23 [here both Caesareas together]), located south of Mt. Carmel, founded by Herod the Great on the site of the ancient Straton’s Tower, named C. in honor of Augustus Caesar; later became the seat of the Roman procurators (Jos., Ant. 13, 313; 15, 293; 331ff; 19, 343, Bell. 1, 408–14, s. index). Ac 8:40; 9:30; 10:1, 24; 11:11; 12:19; 18:22; 21:8, 16; 23:23, 33; 25:1, 4, 6, 13.—Schürer II 115–18 (sources and lit.); LHaefeli, Caesarea am Meere 1923; CKopp, The Holy Places of the Gospels, tr. RWalls, ’63, 231–35; ANeger, Encyclopedia of Archaeological Excavations in the Holy Land I, ’75, 270–85; BHHW I 295f; Kl. Pauly III 48f; OEANE I 399–404.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καισάρεια — I Ονομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, ανάμεσα στην Ιόππη και στην Τύρο. Παραδόθηκε από τον Αύγουστο στον Ηρώδη τον Μέγα, ο οποίος την ονόμασε Κ. προς τιμήν του Αυγούστου (25 π.Χ.). Η πόλη εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς. Πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Καισάρεια — η όνομα πολλών πόλεων, από τις οποίες σπουδαιότερη είναι η πόλη της Καππαδοκίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καισάρεια — Καισάρειος elephant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …   Dictionary of Greek

  • Αλεκτορίδης, Νικόλαος — (Καισάρεια 1874 – Αθήνα 1909). Ζωγράφος. Ουσιαστικά αυτοδίδακτος, διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Καλλιτεχνικής Εταιρείας, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Είχε ιδιαίτερη επίδοση στο τοπίο, ακολουθώντας την τεχνοτροπία κυρίως της… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Νύσσης — (Καισάρεια 336; – Νύσσα 394).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και επίσκοπος Νύσσης. Εκτός της θεολογικής και γενικά της χριστιανικής παιδείας, ο Γ. απέκτησε γενική παιδεία… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωρίδης, Χαράλαμπος — (Καισάρεια, Μικρά Ασία 1883 – Αθήνα 1958). Πανεπιστημιακός. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, εργάστηκε ως δάσκαλος σε διάφορες κοινότητες της Τουρκίας, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών (έως το 1913) και έπειτα στη… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”